- διαδύω
- διαδύω και διαδύνω (AM)χώνομαι, διεισδύω, τρυπώνω μέσα από κάποιο άνοιγμα κάπουαρχ.1. διέρχομαι διά μέσου2. διαφεύγω, υπεκφεύγω, αποφεύγω3. εξέρχομαι από τις δυσχέρειες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
унзаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг . (греч. διαδύω) вонзаюсь, втыкаюсь; (νύττω), вонзаю,… … Словарь церковнославянского языка
διάδυση — η (Α διάδυσις) [διαδύω] 1. η δίοδος, η διάβαση μέσα από τρύπα ή άνοιγμα 2. η εισχώρηση … Dictionary of Greek
συνδιαδύομαι — Α διεισδύω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαδύω «διεισδύω, τρυπώνω»] … Dictionary of Greek